Ο ΑΛΧΗΜΙΣΤΗΣ
Μετάφραση;
ΜΑΡΙΑ-ΦΕΡΡΕΡΑ ΧΙΔΙΡΟΓΛΟΥ
<ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ> ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ
Τίτλος πρωτότυπου;
Ο ALQUIMIST
Συγγραφέας;
PAULO Coelho
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Επιβάλλεται να πω κάτι για το γεγονός ότι ο Αλχημιστής είναι ένα
συμβολικό
βιβλίο, διαφορετικό από το Ημερολόγιο ενός Μάγου, που ήταν
δοκίμιο. Για έντεκα
χρόνια της ζωής μου μελέτησα αλχημεία. Η απλή ιδέα να μετατρέψω
μέταλλα σε
χρυσάφι Ή να ανακαλύψω το ελιξήριο της μακροζωίας παραήταν
ελκυστική για να
περάσει απαρατήρητη από οποιονδήποτε αρχάριο της μαγείας.
Παραδέχομαι ότι το
ελιξήριο της μακροζωίας μού φάνταζε πιο ελκυστικό; πριν καταλάβω
και αισθανθώ
την παρουσία του Θεού, η σκέψη ότι όλα Θα τελείωναν κάποια μέρα
μού φαινόταν
απελπιστική. Επομένως, μόλις άκουσα για τη δυνατότητα να βρεθεί
ένα υγρό ικανό
να παρατείνει την ύπαρξή μου για πολλά χρόνια, αποφάσισα να
αφιερωθώ ψυχή τε και
σώματι στην παρασκευή του. Ηταν μια εποχή μεγάλων κοινωνικών
μεταβολών -αρχή της
δεκαετίας του (70) και δεν υπήρχαν ακόμη σοβαρές εκδόσεις σχετικές
με την
αλχημεία. Αρχισα κι εγώ, όπως ένα άλλο πρόσωπο του βιβλίου, να
ξοδεύω τα λίγα
μου χρήματα για την αγορά σημαντικών βιβλίων αλχημείας και
αφιέρωνα μεγάλο μέρος
της μέρας μου στη μελέτη του πολύπλοκου συμβολισμού της. Αναζήτησα
δύο ή τρία
άτομα στο Ρίο ντε Ζανέιρο που ασχολούνταν σοβαρά με το μεγάλο
έργο, αρνήθηκαν
όμως να με δεχτούν. Γνώρισα και πολλά άλλα άτομα που αποκαλούνταν
αλχημιστές,
είχαν τα εργαστήριά τους και υπόσχονταν να μου μάθουν τα μυστικά
της τέχνης, με
αντάλλαγμα μια σωστή περιουσία.
Σήμερα καταλαβαίνω ότι ιδέα δεν είχαν για το αντικείμενο του
μαθήματός τους. Παρ'όλη την αφοσίωσή μου, τα αποτελέσματα ήταν
πέρα για πέρα μηδαμινά. Δε συνέβαινε τίποτε απ'ό,τι ισχυρίζονταν
οι πραγματείες της αλχημείας με την πολύπλοκή τους γλώσσα. Ηταν
μια ατέλειωτη σειρά συμβόλων, δράκων, λιονταριών, ήλιων, φεγγαριών
και υδράργυρων κι εγώ είχα συνεχώς την εντύπωση ότι βάδιζα σε
λάθος δρόμο, γιατί η συμβολική γλώσσα αφήνει τεράστιο περιθώριο
παρεξηγήσεων. Το 1973, αφού είχα πια απελπιστεί από την ανυπαρξία
οποιασδήποτε προόδου, ως ΑΛΧΗΜΙΣΤήΣ διέπραξα την εσχάτη
ανευθυνότητα. Εκείνη την εποχή είχα υπογράψει
συμβόλαιο με τη Γραμματεία Εκπαίδεύσης του Μάτο Γκρόσο για να
διδάξω Θέατρο σ'αυτή την πολιτεία κι αποφάσισα, σε συνεργασία με
τους μαΘητές μου, να κάνω σεμινάρια Θεάτρου με Θέμα το Σμαραγδένιο
Πίνακα. Αυτή η στάση μου, μαζί με
εισχωρήσεις μου στις ελώδεις περιοχές της μαγείας, στάθηκε αιτία
να δοκιμάσω στην ίδια μου τη σάρκα την αλήθεια της παροιμίας;
<Ολα εδώ πληρώνονται>. Τα πάντα γύρω μου γκρεμίστηκαν τελείως. Τα
επόμενα έξι
χρόνια της ζωής μου τήρησα αρκετά επιφυλακτική στάση σχετικά με
ό,τι αφορούσε τη μυστική περιοχή. Σ'αυτή την πνευματική εξορία,
έμαΘα σημαντικά πράγματα; ότι μια αλήθεια τη δεχόμαστε μόνο αφού
αρχικά την έχουμε αρνηθεί από τα βάΘη της ψυχής
μας, ότι δεν πρέπει να αποφεύγουμε το πεπρωμένο μας και ότι το
χέρι του Θεού είναι άπειρα γενναιόδωρο, παρ'όλη την αυστηρότητά
του. Το 1981 ήρθα σε επαφή με το ΡΑΜ και το δάσκαλό μου, ο οποίος
Θα με ξαναέφερνε στο χαραγμένο για μένα
δρόμο. Κι ενώ εκείνος με εκπαίδευε στη διδασκαλία του, μελέτησα εκ
νέου την αλχημεία για δικό μου λογαριασμό. Κάποια νύχτα, ενώ
συζητούσαμε ύστερα από μια
εξαντλητική διαδικασία τηλεπάθειας, τον ρώτησα γιατί η γλώσσα των
αλχημιστών ήταν τόσο αόριστη και τόσο πολύπλοκη.
-Υπάρχουν τρία είδη αλχημιστών, μου είπε ο δάσκαλος. Εκείνοι που
είναι αόριστοι γιατί δεν ξέρουν για ποιο πράγμα μιλάνε, εκείνοι
που είναι
αόριστοι γιατί ξέρουν για ποιο πράγμα μιλάνε, αλλά ξέρουν επίσης
ότι η γλώσσα
της αλχημείας απευθύνεται στην καρδιά και όχι στο νου. -Και ποιο
είναι το τρίτο
είδος? ρώτησα. -Εκείνοι που ποτέ δεν άκουσαν για αλχημεία, αλλά
κατάφεραν, μέσα
από το βίωμά τους, να ανακαλύψουν τη φιλοσοφική λίθο. Κατόπιν
τούτου ο δάσκαλός
μου -που ανήκε στο δεύτερο είδος-αποφάσισε να μου παραδώσει
μαθήματα αλχημείας.
Ανακάλυψα ότι η συμβολική γλώσσα, που τόσο με ενοχλούσε και με
μπέρδευε, ήταν ο μόνος τρόπος να αγγίξω την ψυχή του κόσμου Ή αυτό
που ο Γιουνγκ αποκάλεσε το
<συλλογικό ασυνείδητο>. Ανακάλυψα τον προσωπικό μύθο και τα
σημάδια του Θεού, αλήθειες που η εγκεφαλική μου νοημοσύνη αρνιόταν
να δεχτεί λόγω της μεγάλης τους απλότητας. Ανακάλυψα ότι η
προσέγγιση του μεγάλου έργου δεν είναι προνόμιο
μερικών, αλλά όλων των ανθρώπων πάνω στη γη. Φυσικά το μεγάλο έργο
δεν εμφανίζεται πάντα με τη μορφή ενός αβγού Ή ενός μπουκαλιού με
υγρό, αλλά όλοι μπορούμε -χωρίς καμιά αμφιβολία- να βυθιστούμε
στην ψυχή του κόσμου. Γι'αυτό ο Αλχημιστής είναι επίσης συμβολικό
κείμενο. Μέσα
από τις σελίδες του, όχι μόνο μεταφέρω ό,τι έμαθα σχετικά, αλλά
προσπαθώ να τιμήσω μεγάλους συγγραφείς που κατάφεραν και
προσέγγισαν τη διεθνή γλώσσα;
Χεμινγουέι, Μπλέικ, Μπόρχες (ο οποίος χρησιμοποίησε και την
περσική ιστορία σε ένα από τα διηγήματά του), Μάλμπα Ταχάν, μεταξύ
άλλων.
Για να ολοκληρώσω αυτό τον ήδη εκτεταμένο πρόλογο και να επεξηγήσω
τι εννοούσε ο δάσκαλός μου με το τρίτο είδος αλχημιστών, αξίζει
τον κόπο να επαναφέρω στη νήμη μια ιστορία, που μου την είπε ο
ίδιος στο εργαστήριό του. Η Παναγία, με το Βρέφος στην αγκαλιά
Της, αποφάσισε να κατέβει στη γη και να επισκεφτεί ένα μοναστήρι.
Υπερήφανοι, όλοι οι ιερείς στάθηκαν στη σειρά και ο καθένας
παρουσιαζόταν μπροστά στην Παναγία για να της αποδώσει τιμές. Ο
ένας απήγγειλε ωραία ποιήματα, ο άλλος έδειξε τις μικρογραφίες του
για τη Βίβλο, ένας τρίτος απαρίθμησε τα ονόματα όλων των αγίων.
Και ούτω καθεξής, ο κάθε μοναχός με τη σειρά του τίμησε την
Παναγία και το Βρέφος. Στην τελευταία Θέση της σειράς στεκόταν
ένας ιερέας, ο πιο ταπεινός του μοναστηριού, ο οποίος δεν είχε
μάθει ποτέ τα σοφά κείμενα της εποχής. Οι γονείς του ήταν απλοί
άνθρωποι που δούλευαν σ'ένα παλιό τσίρκο της γειτονιάς και το μόνο
που του είχαν μάθει ήταν να πετάει
μπάλες στον αέρα και να κάνει μερικές ταχυδακτυλουργίες. Οταν ήρθε
η σειρά του, οι άλλοι ιερείς έσπευσαν να τελειώσουν με την απόδοση
τιμών, γιατί ο τέως
ταχυδακτυλουργός δεν είχε τίποτε το σημαντικό να πει και
ενδεχομένως να υποβάθμιζε την εικόνα του μοναστηριού. Στο μεταξύ,
στα βάθη της καρδιάς του αισθανόταν κι εκείνος απέραντη ανάγκη να
προσφέρει κάτι στον Χριστό και στην Παναγία. Ντροπαλός,
αισθανόμενος το βλέμμα αποδοκιμασίας των αδελφών, έβγαλε
μερικά πορτοκάλια από την τσέπη του και βάλθηκε να της τα πετά
στον αέρα, κάνοντας μερικές φιγούρες, το μόνο που ήξερε. Μόνο τότε
χαμογέλασε το Βρέφος κι άρχισε να χτυπά παλαμάκια στην αγκαλιά της
Παναγίας. Και προς αυτό τον ιερέα άπλωσε η Παναγία τα χέρια Της
και τον άφησε να κρατήσει το Βρέφος λίγη ώρα.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ο ΑΛΧΗΜΙΣΤΗΣ έπιασε ένα βιβλίο που κάποιος από το καραβάνι είχε
φέρει μαζί του. Αν και ο τόμος δεν είχε εξώφυλλο, εκείνος κατάφερε
να
εξακριβώσει το όνομα του συγγραφέα του; Oscard Wild. Καθώς το
ξεφύλλιζε, βρήκε μια ιστορία για τον Νάρκισσο. Ο αλχημιστής
γνώριζε το μύθο του Νάρκισσου, του ωραίου αγοριού που κάθε μέρα
θαύμαζε την ομορφιά του σε μια λίμνη. Τόσο πολύ
είχε γοητευτεί από τον ίδιο τον εαυτό του, που κάποια μέρα έπεσε
μέσα στη λίμνη και πνίγηκε. Στη Θέση όπου έπεσε, φύτρωσε ένα
λουλούδι που το ονόμασαν Νάρκισσο. Ο Oscard Wild όμως δεν τελείωνε
έτσι την ιστορία του. Ελεγε ότι, όταν πέθανε ο
Νάρκισσος, ήρθαν οι Ορειάδες –νύμφες του άσους- και διαπίστωσαν
ότι η λίμνη είχε μετατραπεί από λίμνη γλυκού νερού σε αμφορέα
αλμυρών
δακρύων.
-Γιατί κλαις? ρώτησαν οι Ορειάδες.
-Κλαίω για τον Νάρκισσο, είπε η
λίμνη.
-Α, δε μας εκπλήσσει που κλαις για τον Νάρκισσο, συνέχισαν
εκείνες. Στο
κάτω κάτω, παρ'όλο που κι εμείς τον κυνηγούσαμε στο δάσος, εσύ
ήσουν η μόνη που
είχε την ευκαιρία να θαυμάσει από κοντά την ομορφιά του.
-Μα ήταν όμορφος ο
Νάρκισσος? ρώτησε η λίμνη. -Ποιος να το ξέρει καλύτερα από σένα?
απάντησαν
έκπληκτες οι Ορειάδες. Στο κάτω κάτω, στις όχθες σου έσκυβε κάθε
μέρα. Η λίμνη
έμεινε για λίγο σιωπηλή. Μετά είπε;
-Κλαίω για τον Νάρκισσο, αλλά δεν είχα
καταλάβει ότι ήταν όμορφος. Κλαίω για το Νάρκισσο γιατί, κάθε φορά
που έσκυβε
στις όχθες μου, εγώ μπορούσα να βλέπω στα βάθη των ματιών του την
αντανάκλαση
της ίδιας μου της ομορφιάς.
-Τι ωραία ιστορία! είπε ο αλχημιστής.
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Το αγόρι το έλεγαν Σαντιάγο. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει όταν
έφτασε με το κοπάδι του μπροστά στην παλιά εγκαταλειμμένη
εκκλησία. Η σκεπή της είχε εξαφανιστεί εδώ και πολύ καιρό και μια
τεράστια συκομουριά είχε μεγαλώσει στο σημείο όπου παλιά υπήρχε το
παρεκκλήσι. Αποφάσισε να περάσει εκεί τη νύχτα. Εβαλε όλα τα
πρόβατα να περάσουν από την ετοιμόρροπη πόρτα και στη συνέχεια
τοποθέτησε μερικές σανίδες κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μην μπορέσει
να ξεφύγει κανένα πρόβατο κατά τη διάρκεια της νύχτας. Δεν υπήρχαν
λύκοι σ'εκείνη την περιοχή, αλλά μια φορά είχε ξεφύγει ένα ζώο τη
νύχτα και αυτός είχε ξοδέψει όλη την επόμενη μέρα ψάχνοντας για το
απολωλός πρόβατο. Απλωσε την κάπα του κάτω και ξάπλωσε, βάζοντας
για μαξιλάρι το βιβλίο που είχε μόλις διαβάσει. ΘυμήΘηκε, πριν τον
πάρει ο ύπνος, ότι έπρεπε ν'αρχίσει να διαβάζει πιο χοντρά βιβλία;
Δε διαβάζονταν τόσο γρήγορα και αποτελούσαν πιο βολικά μαξιλάρια
για τη νύχτα. Ηταν ακόμη σκοτεινά όταν ξύπνησε. Κοίταξε ψηλά και,
μέσα από τη μισογκρεμισμένη σκεπή, είδε τα αστέρια να λάμπουν.
<Θα ήθελα να είχα κοιμηθεί λίγο ακόμα>, σκέφτηκε.
Είχε δει το ίδιο όνειρο μ'εκείνο της περασμένης εβδομάδας και άλλη
μια φορά είχε ξυπνήσει πριν από το τέλος. Σηκώθηκε και ήπιε μια
γουλιά κρασί. Μετά πήρε την γκλίτσα του και βάλθηκε να ξυπνά τα
πρόβατα που κοιμόνταν ακόμη. Είχε προσέξει ότι, μόλις ξυπνούσε,
ξυπνούσαν ταυτόχρονα και τα περισσότερα ζώα. Σαν να υπήρχε μια
μυστική δύναμη που ένωνε τη ζωή εκείνων των προβάτων, που εδώ και
δυο χρόνια διέτρεχαν μαζί του τη γη, ψάχνοντας νερό και τροφή.
<Μ'έχουν συνηθίσει τόσο πολύ, που γνωρίζουν όλα τα ωράριά μου>,
είπε χαμηλόφωνα. Συλλογίστηκε μια στιγμή και συμπέρανε ότι και το
αντίθετο ήταν δυνατό; εκείνος να είχε συμμορφωθεί με το ωράριο των
προβάτων. Υπήρξαν όμως μερικά πρόβατα που αργούσαν πιο πολύ
νασηκωθούν. Το αγόρι τα ξύπνησε ένα ένα με την γκλίτσα, φωνάζοντας
το καθένα με το όνομά του. Πάντα πίστευε ότι τα πρόβατα μπορούσαν
να
καταλάβουν τι έλεγε. Γι'αυτό τους διάβαζε καμιά φορά φωναχτά τα
σημεία των βιβλίων που τον είχαν εντυπωσιάσει Ή τους μιλούσε για
τη μοναξιά Ή τη χαρά της ζωής ενός βοσκού στον κάμπο Ή σχολίαζε
ό,τι καινούριο έβλεπε στις πόλεις απ'όπου
περνούσε. Τις τελευταίες δυο μέρες, όμως, είχε μία και μόνη
έγνοια; Το κορίτσι, την κόρη του εμπόρου, που έμενε στην πόλη όπου
θα έφτανε σε τέσσερις μέρες. Είχε μείνει εκεί μόνο μία μέρα, πριν
από ένα χρόνο. Ο έμπορος ήταν ιδιοκτήτης ενός
μαγαζιού υφασμάτων και ήθελε πάντα να κουρεύουν τα πρόβατα μπροστά
του για να αποφεύγει τις απάτες. Κάποιος φίλος του είχε μιλήσει
για το μαγαζίκαι ο βοσκός είχε οδηγήσει τα πρόβατά του εκεί.
-Πρέπει να πουλήσω λίγο μαλλί, είπε στον έμπορο. Το μαγαζί
ήταν γεμάτο και ο έμπορος παρακάλεσε το βοσκό να περιμένει ως το
βράδυ. Αυτός
κάθισε στο σκαλοπάτι του μαγαζιού κι έβγαλε ένα βιβλίο από το
δισάκι του.
-Δε φανταζόμουν ότι οι βοσκοί μπορούν να διαβάζουν βιβλία, είπε
μια γυναικεία φωνή δίπλα του. Ηταν μια κοπέλα, χαρακτηριστικό
παράδειγμα των γυναικών της
Ανδαλουσίας, με ίσια μαύρα μαλλιά και μάτια που Θύμιζαν κάπως τους
παλιούς
Μαυριτανούς κατακτητές.
-Τα πρόβατα διδάσκουν περισσότερα από τα βιβλία.
Συνέχισαν να συζητούν για περισσότερο από δύο ώρες. Η κοπέλα είπε
ότι ήταν η
κόρη του εμπόρου και του μίλησε για τη ζωή στο χωριό, όπου η κάθε
ημέρα ήταν
ίδια με την προηγούμενη. Ο βοσκός τής μίλησε για την ύπαιθρο της
Ανδαλουσίας και
για ό,τι καινούριο είχε δει στις πόλεις από τις οποίες είχε
περάσει. Αισθανόταν
ευτυχισμένος που μιλούσε με κάποιον
άλλο αντί με τα πρόβατά του.
-Πού έμαθες να διαβάζεις? ρώτησε κάποια στιγμή η
κοπέλα.
-Οπου όλος ο κόσμος, απάντησε το αγόρι. Στο σχολείο.
-Αφού μπορείς και
διαβάζεις, γιατί είσαι ένας απλός βοσκός? Το αγόρι κατέφυγε σε
κάποια υπεκφυγή για να μην απαντήσει στην ερώτηση. Ηταν σίγουρος ότι η κοπέλα δε
Θα καταλάβαινε
ποτέ. Συνέχισε τη διήγηση των ταξιδιών του και τα μικρά
μαυριτανικά μάτια
ανοιγόκλειναν από έκπληξη και Θαυμασμό. Οσο περνούσε η ώρα, το
αγόρι όλο και περισσότερο επιθυμούσε να μην τελειώσει ποτέ εκείνη
η μέρα, να συνεχίσει να είναι απασχολημένος ο πατέρας της κοπέλας
και να του πει να περιμένει τρεις μέρες. Κατάλαβε ότι αισθανόταν
κάτι που δεν είχε αισθανθεί μέχρι τώρα; την επιθυμία να
εγκατασταθεί για πάντα σε μια πόλη. Με το κορίτσι με τα μαύρα
μαλλιά οι μέρες δε Θα ήταν ποτέ ίδιες. Τελικά, όμως, έφτασε ο
έμπορος και του ζήτησε να κουρέψει τα πρόβατα. Στη συνέχεια, του
πλήρωσε ό,τι χρωστούσε και του είπε να ξανάρθει σ'ένα χρόνο. Τώρα
έμεναν μόνο τέσσερις μέρες για να φτάσει
στο ίδιο χωριό. Ηταν αναστατωμένος και συνάμα επιφυλακτικός; ίσως
να τον είχε ξεχάσει το κορίτσι. Τόσοι βοσκοί περνούσαν από κει για
να πουλήσουν μαλλί.
-Δεν έχει σημασία, είπε το αγόρι στα πρόβατά του. Κι εγώ
γνωρίζω άλλα κορίτσια σε άλλες πόλεις. Ενδόμυχα όμως ήξερε ότι
είχε σημασία. Και
ότι οι βοσκοί, όπως οι ναύτες Ή οι πλασιέ, γνώριζαν πάντα μια πόλη
όπου ζούσε
κάποιος ικανός να τους κάνει να ξεχάσουν τη χαρά τού να ταξιδεύεις
ελεύθερα στον
κόσμο. Η μέρα γλυκοχάραζε και ο βοσκός οδήγησε τα πρόβατά του προς
τον ήλιο. <Ποτέ δεν έχουν ανάγκη να πάρουν μια απόφαση>, σκέφτηκε.
<Ισως γι'αυτό να μένουν πάντα δίπλα μου>.
Η μόνη ανάγκη που αισθάνονταν τα πρόβατα ήταν για νερό και τροφή.
Οσο καιρό το αγόρι Θα γνώριζε τα καλύτερα βοσκοτόπια της
Ανδαλουσίας, θα ήταν πάντα φίλοι του. Ακόμη κι αν οι μέρες ήταν
όλες ίδιες, με ατέλειωτες ώρες να σέρνονται μεταξύ ανατολής και
δύσης, ακόμη κι αν δεν είχαν διαβάσει ποτέ τους ένα έστω
βιβλίο σ'όλη τους τη μικρή ζωή και δε γνώριζαν τη γλώσσα των
ανθρώπων που διηγούνταν τα νέα στα χωριά.
Ηταν ευχαριστημένα με το νερό και την τροφή κι αυτό τους ήταν
αρκετό.
Ως ανταλλαγή προσέφεραν γενναιόδωρα το μαλλί, τη συντροφιά και -
πότε
πότε- το κρέας τους. <Αν κάποια στιγμή μεταμορφωνόμουν σε τέρας και αποφάσιζα να τα σφάξω ένα ένα, δε θα το έπαιρναν είδηση παρά όταν Θα είχε σφαχτεί σχεδόν όλο το κοπάδι>, σκέφτηκε το αγόρι.
<Γιατί μου έχουν εμπιστοσύνη και σταμάτησαν να εμπιστεύονται το ένστικτό τους. Μόνο και μόνο επειδή τα οδηγώ προς την τροφή>.
Το αγόρι άρχισε να απορεί για τις ίδιες του τις σκέψεις, να τις
βρίσκει παράξενες. Ισως η εκκλησία, μ'αυτή τη συκομουριά που
φύτρωνε μέσα της, να ήταν στοιχειωμένη. Αυτή ήταν άραγε η αιτία
που είχε δει δεύτερη φορά το ίδιο όνειρο και που ένιωθε ένα
αίσθημα Θυμού εναντίον των προβάτων, των πάντα τόσο πιστών φίλων
του.Ηπιε λίγο κρασί που είχε περισσέΨει από το δείπνο της προηγούμενης
μέρας και έσφιξε την κάπα στο σώμα του. Ηξερε ότι σε λίγες ώρες,
με τον ήλιο στο ζενίθ, Θα έκανε τόση ζέστη, που δε Θα μπορούσε να
οδηγήσει τα πρόβατα μέσα στον κάμπο. Ηταν η ώρα που όλη η Ισπανία
κοιμόταν το καλοκαίρι. Η ζέστη κρατούσε μέχρι τη
νύχτα κι ως τότε Θα έπρεπε να κουβαλάει την κάπα. Παρ'όλα αυτά,
όποτε του ερχόταν να διαμαρτυρηθεί για το βάρος της, Θυμόταν ότι
χάρη σ'εκείνη δεν κρύωνε τα χαράματα, την αυγή.
<Πρέπει να είμαστε πάντα προετοιμασμένοι για τα απρόβλεπτα του καιρού>, σκεφτόταν τότε και ένιωθε ενγνωμοσύνη για το βάρος της
κάπας του. Η κάπα είχε ένα λόγο ύπαρξης, το ίδιο και το αγόρι. Δυο
χρόνια τώρα στις πεδιάδες της Ανδαλουσίας και ήξερε ήδη απέξω όλες
τις πόλεις της περιοχής κι ήταν αυτό
που έδινε νόημα στη ζωή του;
Να ταξιδεύει.
Αυτή τη φορά είχε σκοπό να εξηγήσει στην κοπέλα πώς ένας
απλός βοσκός ήξερε να διαβάζει; μέχρι τα δεκαέξι του ήταν σε μια
ιερατική σχολή. Οι γονείς του ήθελαν να τον κάνουν παπά, κάτι που
Θα έκανε περήφανη μια αγροτική
οικογένεια, που πάλευε μόνο για την τροφή και το νερό, όπως τα
πρόβατά του. Εμαθε λατινικά, ισπανικά και Θεολογία. Από μικρό
παιδί όμως το όνειρό του ήταν να γνωρίσει τον κόσμο κι αυτό ήταν
σπουδαιότερο από το να γνωρίσει το Θεό Ή τις αμαρτίες των
ανθρώπων. Κάποιο απόγευμα που είχε επισκεφτεί την οικογένειά του,
είχε βρει το θάρρος να πει του πατέρα του ότι δεν ήθελε να γίνει
παπάς. Να ταξιδεύει, αυτό ήθελε!
- Ανθρωποι απ'όλο τον κόσμο έχουν περάσει απ'αυτό το χωριό, γιε
μου, είπε ο πατέρας. Αναζητούν καινούρια πράγματα, αλλά παραμένουν
ίδιοι.
Ανεβαίνουν στο λόφο για να επισκεφτούν το κάστρο και ανακαλύπτουν
ότι το παρελθόν είναι καλύτερο κι απ'το παρόν. Εχουν μαλλιά ξανθά
Ή σκούρο δέρμα, όμως
είναι ίδιοι με τους ανθρώπους του χωριού μας.
-Μα εγώ δε γνωρίζω τα κάστρα των χωρών τους, αποκρίθηκε το αγόρι.
Αυτοί οι άνθρωποι, όταν γνωρίζουν τους κάμπους και τις γυναίκες
μας, λένε ότι Θα
ήθελαν να ζουν εδώ για πάντα, συνέχισε ο πατέρας.
-Θέλω να γνωρίσω τις γυναίκες
και τις χώρες απ'όπου ήρθαν, είπε το αγόρι. Γιατί ποτέ δε μένουν
εδώ μαζί μας.
Οι άνθρωποι αυτοί έχουν επάνω τους ένα γεμάτο πορτοφόλι, είπε ξανά
ο πατέρας.
Από μας μόνο οι βοσκοί ταξιδεύουν.
-Τότε Θα γίνω βοσκός. Ο πατέρας δεν είπε
τίποτε άλλο. Την επομένη τού έδωσε μια τσάντα με τρία παλιά χρυσά
ισπανικά
νομίσματα.
-Τα βρήκα κάποτε στον κάμπο. Θα τα χάριζα στην εκκλησία, για
προίκα σου. Αγόρασε ένα κοπάδι και γύρισε τον κόσμο μέχρι να μάθεις ότι
το κάστρο μας
είναι το πιο σπουδαίο και οι γυναίκες μας οι πιο όμορφες. Του
έδωσε την ευχή
του. Και στα μάτια του πατέρα του το αγόρι διάβασε την επιθυμία κι
εκείνου να
γυρίσει τον κόσμο. Μια επιθυμία ακόμη ζωντανή, παρά τις δεκάδες
χρόνια που είχε
προσπαθήσει να τη θάψει καθώς συνέχιζε να πίνει, να τρώει και να
κοιμάται στο ίδιο μέρος. Ο ορίζοντας βάφτηκε κόκκινος και μετά
βγήκε ο ήλιος. Το αγόρι Θυμήθηκε τη συζήτηση με τον πατέρα του και
αισθάνθηκε χαρούμενο. Ηδη είχε νωρίσει πολλά κάστρα και πολλές
γυναίκες (καμιά όμως σαν εκείνη που τον περίμενε σε δυο μέρες).
Είχε μια κάπα, ένα βιβλίο που θα μπορούσε να ανταλλάξει με ένα
άλλο κι ένα κοπάδι πρόβατα.
Το πιο σημαντικό, όμως, ήταν ότι κάθε μέρα πραγματοποιούσε το
μεγάλο όνειρο της ζωής του; να ταξιδεύει. Αν τυχόν βαριόταν τους
κάμπους της Ανδαλουσίας, Θα μπορούσε να πουλήσει τα πρόβατά του
και να γίνει ναύτης.
Αν βαριόταν τη Θάλασσα, Θα είχε στο μεταξύ γνωρίσει πολλές πόλεις,
πολλές γυναίκες, πολλές ευκαιρίες να γίνει ευτυχισμένος.
<Δεν καταλαβαίνω πώς ψάχνουν για το Θεό στην ιερατική σχολή>,
σκέφτηκε ενώ κοιτούσε τον ήλιο που έβγαινε. Οποτε ήταν δυνατό,
προσπαθούσε ν'ακολουθεί ένα
διαφορετικό δρομολόγιο. Δεν είχε ξαναβρεθεί σ'εκείνη την εκκλησία,
αν και είχε περάσει τόσες φορές από κει. Ο κόσμος ήταν απέραντος
και ατελείωτος και, αν εκείνος αφηνόταν, μόνο για λίγο, να
οδηγηθεί από τα πρόβατα, στο τέλος Θα ανακάλυπτε και άλλα
ενδιαφέροντα πράγματα.
<Το πρόβλημα είναι ότι εκείνα δεν καταλαβαίνουν ότι κάθε μέρα ακολουθούσαν έναν καινούριο δρόμο. Δεν αντιλαμβάνονται ότι άλλαξαν τα βοσκοτόπια, ότι οι εποχές είναι διαφορετικές, γιατί μόνο το νερό και η τροφή τα νοιάζει. <Ισως να συμβαίνει το ίδιο με όλους μας. Ακόμη και με μένα, που δε σκέφτομαι άλλες γυναίκες από τότε που γνώρισα την κόρη του εμπόρου>. Κοίταξε
τον ουρανό. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, Θα βρισκόταν στην
Ταρίφα πριν από το μεσημέρι. Εκεί Θα μπορούσε να αλλάξει το βιβλίο
του με έναν πιο χοντρό τόμο, να γεμίσει το μπουκάλι με κρασί, να
ξυριστεί και να κουρευτεί. Επρεπε να προετοιμαστεί για τη
συνάντηση με την κοπέλα και δεν ήθελε ούτε να σκεφτεί το
ενδεχόμενο να τον έχει προφτάσει ένας άλλος βοσκός με περισσότερα
πρόβατα και να έχει ζητήσει το χέρι
της.
<Είναι η δυνατότητα να πραγματοποιήσεις ένα όνειρο, που δίνει ενδιαφέρον στη ζωή>, συλλογίστηκε, ενώ κοιτούσε ξανά τον ουρανό
και επιτάχυνε το βήμα του. Μόλις είχε Θυμηθεί ότι στην Ταρίφα
ζούσε μια γριά που ερμήνευε όνειρα.
Εκείνο το βράδυ, ξανάδε το ίδιο όνειρο με την προηγούμενη νύχτα.
Η γριά οδήγησε το αγόρι στο βάθος του σπιτιού, σε ένα δωμάτιο το
οποίο χώριζε από το σαλόνι μια κουρτίνα από πολύχρωμο πλαστικό.
Εκεί μέσα υπήρχε ένα τραπέζι, μια εικόνα του Χριστού και δυο
καρέκλες. Η γριά κάθισε και του υπέδειξε να κάνει το ίδιο. Στη
συνέχεια έπιασε τα δύο χέρια του αγοριού και προσευχήθηκε
χαμηλόφωνα. Ακουγόταν σαν προσευχή τσιγγάνας. Το αγόρι είχε
ξανασυναντήσει πολλούς τσιγγάνους στο δρόμο του, ταξίδευαν και
αυτοί, όμως δεν είχαν πρόβατα. Ο κόσμος έλεγε ότι οι τσιγγάνοι
ζούσαν εξαπατώντας τους άλλους. Λεγόταν επίσης ότι είχαν κάνει
συμφωνία με δαίμονες και ότι απήγαν μικρά παιδιά για να τα
χρησιμοποιήσουν ως σκλάβους στους μυστηριώδεις καταυλισμούς τους.
Οταν ήταν μικρό παιδί, ο νεαρός βοσκός ένιωθε τρόμο στην ιδέα ότι
μπορεί να τον απαγάγουν τσιγγάνοι και αυτός ο παλιός φόβος
εκδηλώθηκε ξανά, καθώς η γριά τού κρατούσε τα χέρια.
<Υπάρχει, όμως, η εικόνα του Χριστού>, σκέφτηκε προσπαθώντας να
ηρεμήσει. Δεν ήθελε ν'αρχίσει να τρέμει το χέρι του, μην τυχόν και
αντιληφθεί η γριά το φόβο του. Είπε σιωπηλά ένα <Πάτερ Ημών>.
Ενδιαφέρον, είπε η γριά, χωρίς να σηκώσει το βλέμμα από το χέρι
του αγοριού. Και πάλι σώπασε. Το αγόρι γινόταν όλο και πιο
νευρικό. Αθελά του τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν και η γριά το
κατάλαβε. Τράβηξε γρήγορα τα χέρια του
. -Δεν ήρθα εδώ για να διαβάσεις το χέρι μου, είπε, μετανιώνοντας
κιόλας που είχε πατήσει σε αυτό το σπίτι. Για μια στιγμή σκέφτηκε
ότι Θα ήταν καλύτερα να πληρώσει την επίσκεψη και να φύγει χωρίς
να μάθει τίποτε. Αναμφίβολα, έδινε πολλή σημασία σε αυτό το όνειρο
που είχε δει δύο φορές.
-Ηρθες να με ρωτήσεις για τα όνειρα, είπε η γριά. Και τα όνειρα
είναι η
γλώσσα του Θεού. Οταν Εκείνος μιλά τη γλώσσα των ανθρώπων, μπορώ
να την
ερευνήσω. Αν όμως μιλά τη γλώσσα της ψυχής σου, μόνο εσύ μπορείς
να καταλάβεις.
Εγώ την επίσκεψη Θα την εισπράξω, έτσι κι αλλιώς.
<Αλλο κόλπο κι αυτό>, σκέφτηκε το αγόρι. Ομως, αποφάσισε να το
διακινδυνέψει. Ενας βοσκός αντιμετωπίζει πάντα τον κίνδυνο των
λύκων Ή της ανομβρίας και αυτό ακριβώς είναι που κάνει το
επάγγελμά του πιο συναρπαστικό.
-Είδα δυο φορές το ίδιο όνειρο, είπε. Ονειρεύτηκα ότι βρισκόμουν
σ'ένα βοσκοτόπι με τα πρόβατά μου και ξαφνικά εμφανίστηκε ένα
μικρό παιδί κι άρχισε να παίζει με τα ζώα. Δε μου αρέσει να
πειράζουν τα πρόβατά μου, γιατί φοβούνται τους ανθρώπους που δεν
ξέρουν. Τα μικρά παιδιά όμως καταφέρνουν πάντα ν'αγγίζουν τα ζώα
χωρίς να τα τρομάζουν. Δεν ξέρω γιατί. Δεν ξέρω πώς καταλαβαίνουν
τα ζώα την ηλικία των ανθρώπων.
-Μίλα μόνο για το όνειρό σου, είπε η γριά. Εχω το φαγητό πάνω στη
φωτιά. Εξάλλου, δεν έχεις πολλά λεφτά και δεν μπορείς να με
απασχολείς τόση ώρα.
-Το μικρό παιδί συνέχισε να παίζει για λίγη ακόμη ώρα με τα
πρόβατα, είπε το αγόρι κάπως συνεσταλμένα. Ξαφνικά με πήρε από το
χέρι και με οδήγησε στις πυραμίδες της Αιγύπτου. Το αγόρι περίμενε
λίγο, μήπως η γριά δεν ήξερε τι Θα πει πυραμίδες της Αιγύπτου. Η
γριά όμως παρέμεινε σιωπηλή.
-Εκεί, στις πυραμίδες της Αιγύπτου -πρόφερε αργά τις τρεις
τελευταίες λέξεις, για να τις καταλάβει καλά η γριά- το μικρό
παιδί μού είπε;
<Αν έρθεις μέχρι εδώ, θα βρεις έναν κρυμμένο Θησαυρό>.
Και τη στιγμή που ετοιμαζόταν να μου δείξει το ακριβές σημείο,
εγώ ξύπνησα. Και τις δυο φορές. Η γριά έμεινε σιωπηλή για ένα
διάστημα. Μετά ξανάπιασε τα χέρια του αγοριού και τα ξαναμελέτησε
προσεχτικά.
-Δε Θα σου πάρω λεφτά, είπε η γριά. Αλλά Θέλω το ένα δέκατο του
θησαυρού, αν ποτέ τον βρεις. Το αγόρι γέλασε χαρούμενο. Δε Θα
ξόδευε τώρα τα λίγα λεφτά που είχε, χάρη σ'ένα όνειρο που μιλούσε
για κρυμμένους θησαυρούς! Η γριά Θα ήταν σίγουρα τσιγγάνα και οι
τσιγγάνοι είναι ανόητοι.
-Τι σημαίνει το όνειρο? ρώτησε το αγόρι.
-Πρέπει πρώτα να ορκιστείς. Να ορκιστείς ότι Θα μου δώσεις το ένα
δέκατο του Θησαυρού ως αντάλλαγμα για όσα θα σου πω. Το αγόρι
ορκίστηκε. Η γριά τού ζήτησε να επαναλάβει τον όρκο κοιτώντας την
εικόνα του Χριστού.
-Πρόκειται για ένα όνειρο της γλώσσας των ανΘρώπων, είπε
εκείνη. Μπορώ να το ερμηνεύσω, είναι όμως μία πολύ δύσκολη
ερμηνεία. Γι'αυτό,
νομίζω ότι αξίζω ένα μερίδιο από ό,τι βρεις. Η ερμηνεία είναι η
εξής; πρέπει να
πας μέχρι τις πυραμίδες της Αιγύπτου. Δεν έχω ξανακούσει γι'αυτές,
αλλά, για να
σου τις δείξει ένα παιδί, Θα πει ότι υπάρχουν. Εκεί Θα βρεις ένα
Θησαυρό που Θα
σε κάνει πλούσιο>. Το αγόρι ξαφνιάστηκε και στη συνέχεια νευρίασε.
Δεν είχε
έρθει στη γριά για να μάθει τόσο λίγα. Τελικά Θυμήθηκε ότι δεν
πλήρωνε τίποτε.
Αδικα έχασα την ώρα μου, είπε.
-Γι'αυτό σου είπα ότι το όνειρό σου είναι
δύσκολο. Τα απλά πράγματα είναι τα πιο ασυνήθιστα και μόνο οι
σοφοί τα
διακρίνουν. Μια που δεν είμαι καμιά σοφή, πρέπει να γνωρίζω άλλες
τέχνες, σαν τη
χειρομαντεία.
-Και πώς Θα φτάσω μέχρι την Αίγυπτο?
-Το μόνο που κάνω είναι να
ερμηνεύω τα όνειρα. Δεν έχω τη δύναμη να τα μετατρέψω σε
πραγματικότητα. Γι'
αυτό είμαι υποχρεωμένη να ζω με όσα μου δίνουν οι κόρες μου. -Κι
αν δε φτάσω
μέχρι την Αίγυπτο?
-Δε Θα πληρωθώ. Δε Θα είναι και η πρώτη φορά. Και η γριά δεν είπε
τίποτε άλλο. Παρακάλεσε το αγόρι να περάσει έξω. Αρκετά είχε
ασχοληθεί μαζί του. ΤΟ ΑΓΟΡΙ έφυγε απογοητευμένο και αποφασισμένο
να μην πιστέψει ποτέ πια σε όνειρα. Θυμήθηκε ότι είχε ένα σωρό
δουλειές. Πήγε να φάει κάτι, άλλαξε το βιβλίο του μ'ένα πιο χοντρό βιβλίο και κάθισε σ'ένα παγκάκι της πλατείας
για να
απολαύσει το καινούριο κρασί που είχε αγοράσει. Ηταν ζεστή μέρα
και το κρασί -αδιερεύνητο μυστήριο!-κατάφερε να τον δροσίσει λίγο.
Είχε αφήσει τα πρόβατα στην είσοδο της πόλης, στο μαντρί ενός
καινούριου φίλου του. Γνώριζε πολύ κόσμο σ'εκείνα τα μέρη και
αυτός ήταν ο λόγος που του άρεσαν τα ταξίδια. Αποκτάς καινούριους
φίλους και δεν είναι ανάγκη να βρίσκεσαι μαζί τους κάθε μέρα. Οταν
βλέπεις πάντα τα ίδια πρόσωπα -κι αυτό συνέβη στην ιερατική σχολή-
, καταλήγεις στο να γίνουν κομμάτι της ζωής σου. Κι όταν γίνουν
κομμάτι της ζωής σου, επιδιώκουν να την αλλάξουν. Αν δεν
ανταποκρίνεσαι στις προσδοκίες τους, γκρινιάζουν. Κι αυτό γιατί
όλοι οι άλλοι νομίζουν ότι ξέρουν το πώς πρέπει να ζούμε τη δική
μας ζωή. Κανείς όμως δε γνωρίζει πώς πρέπει να ζει τη ζωή του.
Σαν τη γριά που ερμήνευε τα όνειρα, αλλά δε γνώριζε πώς να τα
μετατρέψει σε
πραγματικότητα. Αποφάσισε να περιμένει να γείρει ο ήλιος λίγο προς
τη δύση πριν τραβήξει με τα πρόβατά του προς τον κάμπο. Σε τρεις
μέρες θα συναντούσε την κόρη του εμπόρου. Αρχισε να διαβάζει το
βιβλίο που του είχε δώσει ο ιερέας της Ταρίφας.
Ηταν ένα χοντρό βιβλίο όπου από την πρώτη κιόλας σελίδα γινόταν
λόγος για μια κηδεία. Επιπλέον, τα πρόσωπα είχαν πολύπλοκα
ονόματα. Αν κάποτε έγραφε βιβλία,
σκέφτηκε, θα φρόντιζε να παρουσιάζει ένα ένα τα πρόσωπα, για να
μην αναγκάζει τους αναγνώστες ν'αποστηθίζουν όλα τα ονόματα
ταυτόχρονα. Ενώ είχε καταφέρει να
συγκεντρωθεί στο διάβασμα -και ήταν ευχάριστο, γιατί γινόταν λόγος
για μια κηδεία στο χιόνι, κάτι που του μετέδιδε ένα αίσθημα ψύχρας
κάτω από εκείνο τον καυτό ήλιο-, ένας γέρος ήρΘε, κάθισε δίπλα του
και άρχισε να
του μιλάει.
-Τι κάνουν αυτοί εκεί? ρώτησε ο γέρος δείχνοντας τους ανθρώπους
στην
πλατεία.
-Εργάζονται, απάντησε κοφτά το αγόρι και προσποιήθηκε ότι είχε
βυθιστεί
ξανά στο διάβασμα.
Στην πραγματικότητα, σκεφτόταν ότι έπρεπε να κουρέψει τα
πρόβατα μπροστά στην κόρη του εμπόρου, για να διαπιστώσει εκείνη
πόσο ικανός
ήταν. Πόσες φορές είχε φανταστεί αυτή τη σκηνή, και κάθε φορά το
κορίτσι τον
κοιτούσε με Θαυμασμό, όταν εκείνος άρχιζε να της εξηγεί ότι τα
πρόβατα πρέπει να
τα κουρεύουμε από τα πίσω προς τα εμπρός. Προσπαθούσε επίσης να
Θυμηθεί μερικές
καλές ιστορίες που Θα της διηγιόταν καΘώς Θα κούρευε τα πρόβατα.
Τις
περισσότερες τις είχε διαβάσει σε βιβλία, αλλά Θα τις διηγιόταν
σαν να ήταν δικά του βιώματα. Εκείνη δε Θα καταλάβαινε τη διαφορά, γιατί δεν ήξερε
να διαβάζει
βιβλία. Ο γέρος όμως συνέχισε να επιμένει. Είπε ότι ένιωθε
κουρασμένος και διψασμένος και ζήτησε απ'το αγόρι μια γουλιά
κρασί. Το αγόρι τού πρόσφερε το μπουκάλι. Ισως έτσι τον άφηνε
ήσυχο. Ο γέρος όμως ήθελε οπωσδήποτε κουβέντα.
Ρώτησε τι βιβλίο διάβαζε το αγόρι. Εκείνο σκέφτηκε να φερθεί με
αγένεια
και ν'αλλάξει παγκάκι, ο πατέρας του όμως το είχε μάθει να σέβεται
τους
πιο ηλικιωμένους. Κι έτσι έδειξε το βιβλίο στο γέρο για δυο
λόγους;
πρώτον, γιατί δεν μπορούσε να προφέρει τον τίτλο και, δεύτερον, αν
ο γέρος δεν ήξερε να διαβάζει, από μόνος του Θα άλλαζε παγκάκι,
για να μην αισθάνεται ταπεινωμένος.
-Α! είπε ο γέρος περιεργαζόμενος το βιβλίο απ'όλες τις πλευρές,
λες και επρόκειτο για παράξενο αντικείμενο. Είναι σπουδαίο βιβλίο,
βαρετό όμως.
Το αγόρι ξαφνιάστηκε. Ωστε και ο γέρος ήξερε να διαβάζει και είχε
μάλιστα διαβάσει κι εκείνο το βιβλίο. Και αν το βιβλίο, όπως
έλεγε, ήταν βαρετό, τότε προλάβαινε να το αλλάξει με κάποιο άλλο.
- Πρόκειται για ένα βιβλίο που λέει ό,τι λένε σχεδόν όλα τα
βιβλία, συνέχισε ο γέρος. Για την αδυναμία των ανθρώπων να ορίζουν
την ίδια τους τη μοίρα. Στο τέλος, καταφέρνει να κάνει τους πάντες
να πιστέψουν στο μεγαλύτερο ψέμα του κόσμου.
- Και ποιο είναι το μεγαλύτερο ψέμα του κόσμου? ρώτησε έκπληκτο
το
αγόρι.
-Είναι το εξής; κάποια στιγμή χάνουμε την ικανότητα να ελέγχουμε
τη ζωή
μας και βρισκόμαστε στο έλεος της μοίρας. Αυτό είναι το μεγαλύτερο
ψέμα του
κόσμου.
-Δε μου συνέβη κάτι τέτοιο, είπε το αγόρι. Ηθελαν να με κάνουν
παπά κι
εγώ αποφάσισα να γίνω βοσκός.
-Καλύτερα έτσι, είπε ο γέρος. Γιατί σου αρέσει να
ταξιδεύεις.
<Μάντεψε τις σκέψεις μου>, συλλογίστηκε το αγόρι. Ο γέρος, στο
μεταξύ, ξεφύλλιζε το χοντρό βιβλίο, καΘόλου διατεθειμένος να το
δώσει πίσω. Το
αγόρι πρόσεξε ότι ήταν παράξενα ντυμένος. Εμοιαζε με Αραβα, κάτι
που δεν ήταν
ασυνήθιστο σ'εκείνη την περιοχή. Η Αφρική απείχε μόνο μερικές ώρες
από την Ταρίφα, αρκούσε να διασχίσεις το μικρό στενό με μια βάρκα.
Συχνά εμφανίζονταν Αραβες στην πόλη, ψώνιζαν και προσεύχονταν με
παράξενο τρόπο πολλές φορές τη μέρα.
-Από πού είστε, κύριε? ρώτησε.
-Από πολλά μέρη.
Αδύνατο να είναι κανείς από πολλά μέρη, είπε το αγόρι. Εγώ είμαι
βοσκός και πηγαίνω σε πολλά μέρη. Κατάγομαι όμως από ένα και μόνο μέρος, από
μια πόλη κοντά
σ'ένα κάστρο. Εκεί γεννήθηκα.
-Τότε μπορούμε να πούμε ότι εγώ γεννήθηκα στη
Σαλίμ.
Το αγόρι δεν ήξερε προς τα πού έπεφτε η Σαλίμ, δεν ήθελε όμως να
ρωτήσει,
για να μην ντραπεί για την άγνοιά του. Κοίταξε για μια στιγμή προς
την πλατεία.
Ο κόσμος πηγαινοερχόταν και φαινόταν πολύ απασχολημένος.
-Πώς είναι η Σαλίμ? ρώτησε το αγόρι, προσπαθώντας να βρει κάποια
άκρη. -Οπως ήταν πάντα. Ακόμη δεν μπορούσε να καταλάβει. Ηξερε
τουλάχιστον ότι η Σαλίμ δεν ήταν στην Ανδαλουσία, αλλιώς Θα τη
γνώριζε αυτή την πόλη.
-Και τι κάνετε στη Σαλίμ? επέμεινε.
-Τι κάνω στη Σαλίμ? Για πρώτη φορά ο γέρος ξεκαρδίστηκε στα
γέλια. Μα είμαι ο βασιλιάς της Σαλίμ!
<Οι άνθρωποι λένε πράγματα πολύ παράξενα>, σκέφτηκε το αγόρι.
<Καμιά φορά είναι προτιμότερο να είσαι με τα πρόβατα. Δε μιλάνε και ψάχνουν μόνο τροφή και νερό. Ή καλύτερα να είσαι με τα βιβλία που διηγούνται απίθανες ιστορίες, μόνο τις ώρες που εσύ θέλεις να τις ακούσεις. Οταν όμως μιλάς με τους ανΘρώπους, σου λένε κάτι πράγματα, που δεν ξέρεις πώς να δώσεις συνέχεια στην κουβέντα>.
-Με λένε Μελχισεδέκ, είπε ο γέρος. Πόσα πρόβατα έχεις? -Οσα
χρειάζονται,
απάντησε το αγόρι. Ο γέρος ήΘελε να μάθει περισσότερα για τη ζωή
του.
-Τότε αντιμετωπίζουμε ένα πρόβλημα. Δεν μπορώ να σε βοηθήσω,
εφόσον νομίζεις ότι έχεις αρκετά πρόβατα. Το αγόρι νευρίασε. Δε
ζητούσε βοήθεια. Ηταν ο γέρος που είχε ζητήσει κρασί, κουβέντα κι
ένα βιβλίο.
-Δώστε μου πίσω το βιβλίο, είπε. Πρέπει να πάω να φέρω τα πρόβατά
μου και να συνεχίσω το δρόμο μου.
-Δώσε μου το ένα δέκατο των προβάτων σου, είπε o γέρος. Θα σου
δείξω πώς θα φτάσεις στον κρυμμένο Θησαυρό. Το αγόρι Θυμήθηκε το
όνειρο και ξαφνικά όλα εξηγήθηκαν. Η γριά δεν είχε εισπράξει
τίποτε, ο γέρος όμως -που ίσως ήταν ο άντρας της- Θα κατάφερνε να
αρπάξει πιο πολλά λεφτά, με αντάλλαγμα μια ανύπαρκτη πληροφορία. Ο
γέρος ήταν μάλλον και αυτός τσιγγάνος. Πριν όμως πει το αγόρι
τίποτε, ο γέρος έσκυψε, έπιασε ένα ξυλάκι κι άρχισε να γράφει πάνω
στην άμμο της πλατείας. Οταν έσκυψε, κάτι έλαμψε τόσο έντονα πάνω
στο στήθος του, που το αγόρι σχεδόν τυφλώθηκε. Αλλά με μια κίνηση
υπερβολικά γρήγορη για άνθρωπο της ηλικίας του, ξανασκέπασε το
στήθος του με το μανδύα του. Οταν το αγόρι ξαναβρήκε την όρασή
του, μπόρεσε και διάβασε τι είχε γράψει ο γέρος. Στην άμμο της
κεντρικής πλατείας της μικρής πόλης, διάβασε τα ονόματα του πατέρα
και της μητέρας του. Διάβασε την ιστορία της ζωής του μέχρι εκείνη
τη στιγμή, τα παιχνίδια της παιδικής του ηλικίας, τις κρύες νύχτες
της ιερατικής σχολής. Διάβασε το όνομα της κόρης του εμπόρου, που
δεν είχε μάθει μέχρι τότε. Διάβασε πράγματα που ποτέ δεν είχε πει
σε κανέναν, όπως τη μέρα που είχε πάρει στα κρυφά το όπλο του πατέρα του για να σκοτώσει ελάφια Ή την πρώτη σεξουαλική του
εμπειρία.
-Είμαι ο βασιλιάς της Σαλίμ, είχε πει ο γέρος.
-Για ποιό λόγο ένας βασιλιάς πιάνει κουβέντα μ'ένα βοσκό? ρώτησε
το αγόρι έκπληκτο.
Για πολλούς λόγους. Ας πούμε ότι ο πιο σημαντικός είναι ότι εσύ
κατάφερες να
πραγματοποιήσεις τον Προσωπικό Μύθο σου. Το αγόρι δεν είχε ιδέα τι
Θα πει
Προσωπικός Μύθος. -Είναι αυτό που πάντα επιθυμούσες να κάνεις.
Ολοι οι άνθρωποι,
στα πρώτα νεανικά τους χρόνία, ξέρουν ποιος είναι ο Προσωπικός
Μύθος τους.
<Την εποχή αυτή της ζωής όλα είναι ξεκάθαρα, όλα γίνονται και οι
άνθρωποι δε
φοβούνται να ονειρεύονται και να επιθυμούν όσα Θα ήθελαν να
πραγματοποιήσουν στη
ζωή τους. Οσο όμως περνά ο χρόνος, μια μυστική δύναμη αρχίζει να
προσπαθεί
ν'αποδείξει ότι είναι αδύνατο να πραγματοποιήσει κανείς τον
Προσωπικό Μύθο του>. Για το αγόρι, τα λόγια του γέρου δεν είχαν
και πολύ νόημα.
Ηθελε όμως να μάθει ποιες ήταν οι <μυστικές δυνάμεις>. Η κόρη του
εμπόρου Θα έμενε μ'ανοιχτό το στόμα.
- Είναι δυνάμεις που φαίνονται κακές, αλλά στην πραγματικότητα σου
διδάσκουν πώς να εκπληρώσεις τον Προσωπικό Μύθο σου. Προετοιμάζουν
το πνεύμα και τη Θέλησή σου, γιατί πάνω σ'αυτό τον πλανήτη υπάρχει
μια μεγάλη αλήθεια; όποιος κι αν είσαι, ό,τι κι αν κάνεις, όταν
επιδιώξεις κάτι, σημαίνει ότι η επιθυμία σου
πηγάζει από την Ψυχή του Κόσμου.
Είναι η αποστολή σου πάνω στη Γη. Ακόμη κι αν θέλεις μόνο να
ταξιδεύεις? Ή να παντρευτείς την κόρη ενός εμπόρου υφασμάτων? Ή
ν'αναζητήσεις ένα Θησαυρό. Η Ψυχή του Κόσμου τρέφεται από την
ευτυχία των ανθρώπων. Ή από τη δυσευχία, το φθόνο, τη ζήλια. Η
εκπλήρωση του Προσωπικού του Μύθου, αυτό είναι το μοναδικό χρέος
του ανθρώπου. Τα πάντα είναι ένα και μοναδικό πράγμα. Κί όταν
επιδιώξεις κάτι, όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να γίνει όπως
επιθυμείς. Για ένα διάστημα έμειναν σιωπηλοί, κοιτάζοντας την
πλατεία
και τους ανθρώπους.
Ο γέρος μίλησε πρώτος.
-Γιατί βόσκεις πρόβατα? -Γιατί μου αρέσει να ταξιδεύω. Ο άλλος
έδειξε
έναν πωλητή ποπ κορν, με το κόκκινο καροτσάκι του, σε μια γωνιά
της πλατείας.
Κι εκείνος ο μικροπωλητής ήθελε πάντα να ταξιδεύει όταν ήταν μικρό
παιδί.
Προτίμησε όμως ν'αγοράσει ένα καροτσάκι για ποπ κορν, να μαζεύει
λεφτά χρόνια
ολόκληρα. Οταν γεράσει, θα περάσει ένα μήνα στην Αφρική. Ποτέ δεν
κατάλαβε ότι πάντα υπάρχει η δυνατότητα να εκπληρώσουμε τα όνειρά μας.
-Θα έπρεπε να είχε διαλέξει να γίνει βοσκός, σκέφτηκε φωναχτά το
αγόρι.
-Το σκέφτηκε, είπε ο γέρος.
Αλλά οι πωλητές ποπ κορν είναι πιο σημαντικοί από τους βοσκούς. Οι
μικροπωλητές
ποπ κορν έχουν σπίτι, ενώ οι βοσκοί κοιμούνται στην ύπαιθρο. Ο
κόσμος προτιμά να
παντρέψει τις κόρες του με μικροπωλητές ποπ κορν παρά με βοσκούς.
Το αγόρι
αισθάνθηκε ένα σφίξιμο στην καρδιά κι o νους του πήγε στην κόρη
του εμπόρου.
Στην πόλη Θα υπήρχε μάλλον κι ένας τέτοιος μικροπωλητής.
-Τέλος πάντων, αυτό που ο κόσμος σκέφτεται για μικροπωλητές ποπ
κορν και για βοσκούς γίνεται γι'αυτόν πιο σημαντικό κι από τον
Προσωπικό Μύθο. Ο γέρος ξεφύλλισε το βιβλίο και αφαιρέθηκε
διαβάζοντας μια σελίδα. Το αγόρι περίμενε λίγο και τον διέκοψε με
τον ίδιο τρόπο που τον είχε διακόψει κι εκείνος.
-Γιατί μου τα λέτε όλα αυτά, κύριε?
- Γιατί προσπαθείς να ζήσεις τον Προσωπικό Μύθο σου. Και είσαι
έτοιμος να τον
απαρνηθείς. -Κι εσείς εμφανίζεστε πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις?
-Οχι πάντα μ'αυτή τη μορφή, αλλά ποτέ δεν το παρέλειψα. Μερικές
φορές εμφανίζομαι με τη μορφή μιας καλής διεξόδου, μιας καλής
ιδέας. Αλλες φορές, σε μια κρίσιμη στιγμή, απλουστεύω τα πράγματα.
Και ούτω καθεξής. Οι περισσότεροι άνθρωποι όμως δεν το προσέχουν.
Ο γέρος διηγήθηκε ότι την προηγούμενη εβδομάδα είχε αναγκαστεί να
εμφανιστεί σ'έναν άνθρωπο που αναζητούσε πολύτιμους λίθους με τη
μορφή πέτρας. Ο άνΘρωπος αυτός είχε εγκαταλείψει τα πάντα για να
πάει να ψάξει για σμαράγδια. Πέντε ολόκληρα χρόνια είχε δουλέψει
σ'έναν ποταμό και είχε σπάσει 999.999 πέτρες ψάχνοντας για ένα
σμαράγδι. Τότε ο κυνηγός πολύτιμων λίΘων σκέφτηκε να παρατήσει, κι
όμως του έλειπε μόνο μια πέτρα -μονάχα ΜΙΑ ΠΕΤΡΑ για
ν'ανακαλύψει το σμαράγδι. Επειδή εκείνος ο άνθρωπος είχε επενδύσει
τα πάντα στον Προσωπικό Μύθο του, ο γέρος αποφάσισε να επέμβει.
Μετατράπηκε σε μια πέτρα που κύλησε κάτω από τα πόδια του κυνηγού
πολύτιμων λίθων. Αυτός, με τη λύσσα και την απογοήτευση των
χαμένων χρόνων, εκσφενδόνισε την πέτρα μακριά με τέτοια δύναμη,
που χτύπησε πάνω σε μια άλλη και τη Θρυμμάτισε. Και τότε
φανερώθηκε το πιο ωραίο σμαράγδι του κόσμου.
-Οι άνθρωποι μαθαίνουν πολύ νωρίς το νόημα της ζωής, είπε ο γέρος
με κάποια πικρία στα μάτια.
Ισως γι'αυτό τα παρατάνε επίσης νωρίς. Ετσι όμως είναι ο κόσμος.
Τότε το αγόρι Θυμήθηκε ότι η συζήτηση είχε ξεκινήσει από τον
κρυμμένο Θησαυρό.
-Τους Θησαυρούς τούς φέρνει στην επιφάνεια το ορμητικό νερό και
το ίδιο πάλι τους Θάβει, είπε ο γέρος. Αν Θέλεις να μάθεις για το
Θησαυρό, πρέπει να μου διαθέσεις το ένα δέκατο των προβάτων σου
. -Δεν κάνει το ένα δέκατο του Θησαυρού? Ο γέρος έδειχνε
απογοητευμένος.
-Αν αρχίσεις να υπόσχεσαι κάτι που δεν κατέχεις ακόμη, Θα χάσεις
την όρεξη να το αποκτήσεις. Το αγόρι εξήγησε τότε ότι είχε
υποσχεθεί το ένα δέκατο στην τσιγγάνα.
-Οι τσιγγάνοι είναι έξυπνοι, αναστέναξε ο γέρος. Οπως κι αν
είναι, πρέπει κανείς να μάθει ότι στη ζωή όλα έχουν το αντίτιμό
τους. Αυτό είναι που οι Πολεμιστές του Φωτός προσπαθούν να
διδάξουν. Ο γέρος επέστρεψε το βιβλίο στο αγόρι.
-Αύριο, την ίδια ώρα, φέρε μου το ένα δέκατο των προβάτων σου. Θα
σου μάθω πώς να αποκτήσεις τον κρυμμένο θησαυρό. Καλό απόγευμα.
Εστριψε σε μια γωνιά της πλατείας και εξαφανίστηκε. Το αγόρι
προσπάθησε να συνεχίσει το διάβασμα, δεν κατάφερε όμως να
συγκεντρωθεί. Αισθανόταν αναστατωμένος και ήταν σε υπερένταση,
γιατί ήξερε ότι ο γέρος είχε πει την αλήθεια. Πήγε μέχρι τον
πωλητή ποπ κορν και, αφού αγόρασε ένα σακουλάκι, αναρωτήθηκε αν
έπρεπε να του διηγηθεί Ή όχι αυτά που του είχε πει ο γέρος.
<Καμιά φορά είναι καλύτερα ν'αφήνουμε τα πράγματα όπως είναι>,
σκέφτηκε το αγόρι και σώπασε. Αν του έλεγε κάτι, ο πωλητής Θα
σκεφτόταν για τρεις ολόκληρες
μέρες αν Θα έπρεπε να τα παρατήσει όλα, ήταν όμως πολύ δεμένος με
το καροτσάκι του. Αποφάσισε να μη βάλει το μικροπωλητή σ'ένα
τέτοιο βασανιστικό δίλημμα. Αρχισε να σεργιανίζει στην πόλη και
έφτασε μέχρι το λιμάνι. Υπήρχε εκεί ένα
μικρό κτίριο και στο κτίριο μια μικρή θυρίδα, όπου ο κόσμος
αγόραζε εισιτήρια. Η Αίγυπτος ήταν στην Αφρική.
-Θέλετε τίποτε? ρώτησε ο υπάλληλος πίσω απ'τη Θυρίδα.
-Μπορεί αύριο, είπε το αγόρι κι απομακρύνθηκε. Ηταν αρκετό να
πουλήσει ένα πρόβατο και Θα μπορούσε να περάσει στην άλλη πλευρά
του στενού. Μια τέτοια ιδέα τού προκαλούσε
πανικό.
-Ενας ακόμα ονειροπόλος, είπε ο υπάλληλος πίσω από τη Θυρίδα. Δεν
έχει
λεφτά για να ταξιδεύει. Καθώς στεκόταν δίπλα στη Θυρίδα, το αγόρι
Θυμήθηκε τα
πρόβατά του και φοβήθηκε να γυρίσει πίσω κοντά τους. Δυο ολόκληρα
χρόνια είχε
μάθει τα πάντα για τη δουλειά του βοσκού. Ηξερε να κουρεύει, να
φροντίζει τα γκαστρωμένα πρόβατα, να προστατεύει τα ζώα απ'τους
λύκους. Γνώριζε όλους τους κάμπους και όλα τα βοσκοτόπια της
Ανδαλουσίας. Γνώριζε τη σωστή τιμή αγοραπωλησίας του κάθε ζώου.
Αποφάσισε να επιστρέψει στο μαντρί του φίλου του
παίρνοντας τον πιο μακρύ δρόμο. Η πόλη είχε κι ένα κάστρο και το
αγόρι αποφάσισε ν'ανέβει τη λιθόστρωτη ανηφόρα και να καθίσει
σ'ένα από τα τείχη. Από εκεί πάνω μπορούσε να αντικρίσει την
Αφρική. Κάποιος του είχε πει κάποτε ότι από κει είχαν
έρθει οι Μαυριτανοί, που για πολλά χρόνια είχαν κατακτήσει όλη
σχεδόν την Ισπανία. Το αγόρι μισούσε τους Μαυριτανούς. Αυτοί
είχαν φέρει τους τσιγγάνους μαζί τους. Από κει πάνω μπορούσε να
αγναντέψει επίσης όλη σχεδόν την πόλη, συμπεριλαμβανομένης της
πλατείας, όπου είχε συζητήσει με το γέρο.
<Καταραμένη η ώρα που συνάντησα αυτό το γέρο>, σκέφτηκε.
Απλούστατα είχε αναζητήσει μια γυναίκα που Θα ερμήνευε τα όνειρά
του. Ούτε η γυναίκα ούτε ο γέρος είχαν δώσει την παραμικρή σημασία
στο γεγονός ότι ήταν βοσκός. Ηταν μοναχικοί άνθρωποι που δεν
πίστευαν πια στη ζωή και δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι στο τέλος
οι βοσκοί δένονται με τα πρόβατά τους. Τα γνώριζε ένα ένα με
λεπτομέρειες; ήξερε ποιο κούτσαινε, ποιο Θα γεννούσε σε δυο μήνες
και ποιά ήταν τα πιο τεμπέλικα. Ηξερε επίσης πώς να τα κουρεύει
και πώς να τα σφάζει.
Αν ποτέ αποφάσιζε να φύγει, εκείνα Θα υπέφεραν. Αρχισε να φυσάει.
Τον γνώριζε αυτό τον άνεμο; οι άνθρωποι τον λέγανε λεβάντε, γιατί
μαζί του είχε φέρει και τις ορδές των απίστων. Πριν γνωρίσει την
Ταρίφα, δεν είχε σκεφτεί ποτέ ότι η Αφρική ήταν τόσο κοντά. Αυτό
αποτελούσε μεγάλο κίνδυνο; οι Μαυριτανοί Θα
μπορούσαν να εισβάλουν ξανά. Ο λεβάντες φύσηξε πιο δυνατά.
<Βρίσκομαι μεταξύ των προβάτων μου και του Θησαυρού>, σκεφτόταν το
αγόρι.
Επρεπε ν'αποφασίσει ανάμεσα σε κάτι που είχε συνηθίσει και κάτι
που ήθελε ν'αποκτήσει. Ηταν και η κόρη του εμπόρου, αλλά εκείνη
δεν ήταν τόσο σημαντική όσο τα πρόβατα, γιατί δεν εξαρτιόταν από
εκείνον. Μπορεί και να μην τον θυμόταν
κιόλας. Ηταν σίγουρος ότι, αν εκείνος δεν εμφανιζόταν σε δυο
μέρες, το κορίτσι δε Θα το έπαιρνε είδηση; για εκείνη όλες οι
μέρες ήταν ίδιες και, όταν οι μέρες
γίνονται ίδιες, Θα πει ότι οι άνθρωποι έχουν πάψει να
αντιλαμβάνονται τα καλά πράγματα που παρουσιάζονται στη ζωή τους
κάθε φορά που ο ήλιος διασχίζει τον
ουρανό.
<Εγώ εγκατέλειψα τον πατέρα και τη μητέρα μου και το κάστρο της
πόλης μου. Κι εκείνοι το πήραν απόφαση κι εγώ το πήρα απόφαση. Θα
συνηθίσουν και τα πρόβατα την απουσία μου>, σκέφτηκε το αγόρι.
Από εκεί πάνω αγνάντεψε την πόλη. Ο μικροπωλητής συνέχιζε να
πουλάει το ποπ κορν του. Ενα νεαρό ζευγάρι κάθισε στο ίδιο παγκάκι
όπου είχε κουβεντιάσει με το γέρο και φιλήθηκε με πάθος.
<Ο μικροπωλητής ποπ κορν>, είπε στον εαυτό του, χωρίς να
ολοκληρώσει την πρόταση.
Γιατί ο λεβάντες είχε αρχίσει να φυσά πιο δυνατά κι εκείνος
αφέθηκε στον αέρα
που του χάϊδευε το πρόσωπο. Εφερνε τους Μαυριτανούς, αυτό ήταν
αλήθεια,
έφερνε όμως και τη μυρωδιά της ερήμου και των γυναικών που
κάλυπταν τα πρόσωπά τους με πέπλα. Εφερνε τον ιδρώτα και τα όνειρα
των ανθρώπων που κάποια μέρα είχαν αναχωρήσει σε αναζήτηση του
αγνώστου, του χρυσαφιού, των περιπετειών και των πυραμίδων. Το
αγόρι άρχισε να ζηλεύει την ελευθερία του ανέμου και
κατάλαβε ότι θα μπορούσε να γίνει σαν κι αυτόν. Τίποτε δεν τον
εμπόδιζε, εκτός από τον εαυτό του.
Τα πρόβατα, η κόρη του εμπόρου, οι κάμποι της Ανδαλουσίας δεν ήταν
παρά
στάδια του Προσωπικού Μύθου του.
Την επομένη, το αγόρι συνάντησε το γέρο κατά το μεσημέρι. Είχε
φέρει έξι πρόβατα μαζί του.
-Ξαφνιάστηκα, είπε. Ο φίλος μου αγόρασε αμέσως τα πρόβατα.
Είπε ότι σ'όλη του τη ζωή ονειρευόταν να γίνει βοσκός κι αυτό ήταν
καλό σημάδι.
- Πάντα έτσι συμβαίνει, είπε ο γέρος. Το λέμε Ευνοϊκή Αρχή. Αν
παίξεις χαρτιά
για πρώτη φορά, Θα κερδίσεις σίγουρα. Τύχη του πρωτάρη.
-Και γιατί?
-Γιατί η ζωή Θέλει να ζήσεις τον Προσωπικό Μύθο σου. Στη συνέχεια
άρχισε να εξετάζει τα πρόβατα και διαπίστωσε οτι το ένα κούτσαινε.
Το αγόρι του εξήγησε ότι αυτό ήταν ασήμαντο, γιατί ήταν το πιο
έξυπνο και έδινε αρκετό μαλλί.
-Πού είναι ο Θησαυρός? ρώτησε.
-Ο Θησαυρός βρίσκεται στην Αίγυπτο, κοντά στις πυραμίδες.
Το αγόρι τρόμαξε. Η γριά τού είχε πει το ίδιο, δεν είχε όμως
πληρωθεί.
-Για να τον ανακαλύψεις, πρέπει ν'ακολουθήσεις τα σημάδια. Ο Θεός
έγραψε στον κόσμο την πορεία που πρέπει να ακολουθήσει ο καθένας.
Αρκεί να διαβάσεις τι έγραψε για σένα. Πριν προλάβει το αγόρι να
πει κάτι, μια πεταλούδα άρχισε να πετά ανάμεσα σ'εκείνο και στο
γέρο.
ΘυμήΘηκε τον παππού του. Οταν ήταν μικρό παιδί, ο παππούς του είχε
πει ότι οι πεταλούδες ήταν γούρι. Σαν τους γρύλους, τις πράσινες
ακρίδες, τις μικρές γκρίζες σαύρες και τα τετράφυλλα τριφύλλια.
-Ακριβώς, είπε ο γέρος, που μπορούσε να διαβάσει τις σκέψεις του.
Ακριβώς όπως σου τα έμαθε ο παππούς σου. Αυτά είναι τα σημάδια.
Στη συνέχεια, ο γέρος άνοιξε το μανδύα που του σκέπαζε το στήθος.
Το αγόρι ξαφνιάστηκε με αυτά που είδε και
Θυμήθηκε τη λάμψη που είχε δει την προηγούμενη μέρα. Ο γέρος
φορούσε ένα μεγάλο κόσμημα από ατόφιο χρυσάφι, διακοσμημένο με
πολύτιμους λίΘους. Ηταν στ'αλήθεια βασιλιάς.
Μάλλον ήταν έτσι μεταμφιεσμένος για ν'αποφεύγει τους ληστές.
-Πάρε, είπε ο γέρος βγάζοντας ένα λευκό κι ένα μαύρο λίθο που
κρέμονταν στη μέση του χρυσαφένιου κοσμήματος. Τους λένε Ουρίμ και
Τουμίμ. Ο μαύρος Θα πει <ναι>, ο λευκός Θα πει <όχι>. Οταν δε Θα
μπορείς να διακρίνεις τα σημάδια, τότε Θα σου είναι χρήσιμοι. Να
τους κάνεις πάντα μια συγκεκριμένη ερώτηση.
<Γενικά, όμως, να προσπαθήσεις ν'αποφασίζεις μόνος σου. Ο
Θησαυρός βρίσκεται στις πυραμίδες, αυτό ήδη το ήξερες. Επρεπε
όμως να πληρώσεις έξι πρόβατα, γιατί εγώ σε βοήθησα να πάρεις μια
απόφαση. Το αγόρι έβαλε τους λίθους μέσα στο δισάκι του. Στο εξής,
Θα έπαιρνε τις αποφάσεις μόνος του.
-Μην ξεχάσεις ότι τα πάντα είναι ένα και μοναδικό πράγμα. Μην
ξεχάσεις τη
γλώσσα των σημαδιών. Και, προπαντός, μην ξεχάσεις να ακολουΘήσεις
μέχρι το τέλος
τον Προσωπικό Μύθο σου. <Πριν, όμως, Θα ήθελα να σου διηγηθώ μια
μικρή ιστορία.
<Κάποιος έμπορος έστειλε το γιο του να μάθει το μυστικό της
ευτυχίας με το σοφότερο των ανθρώπων. Το αγόρι βάδιζε σαράντα μέρες στην έρημο,
ώσπου τελικά
έφτασε σ'ένα ωραίο κάστρο, στην κορυφή ενός βουνού. Εκεί
κατοικούσε ο σοφός που το αγόρι αναζητούσε.
<Αντί όμως να συναντήσει έναν άγιο άνθρωπο, ο ήρωάς μας μπήκε σε
μια αίθουσα γεμάτη κίνηση. Εμποροι μπαινόβγαιναν, άνθρωποι
συζητούσαν στις γωνίες, μια μικρή ορχήστρα έπαιζε απαλές μελωδίες
και υπήρχε ένα πλούσιο τραπέζι στρωμένο με τα
πιο νόστιμα φαγητά εκείνης της περιοχής του κόσμου. Ο σοφός
συζητούσε με όλους και το αγόρι έπρεπε να περιμένει δνο ώρες ώσπου
να φτάσει η σειρά του να τον δεχτεί.
<Ο σοφός άκουσε προσεχτικά το λόγο της επίσκεψης του αγοριού, του
απάντησε όμως ότι εκείνη τη στιγμή δεν είχε καιρό να του εξηγήσει
το μυστικό της ευτυχίας. Πρότεινε στο αγόρι να κάνει μια βόλτα
μέσα στο παλάτι του και να ξαναγυρίσει σε δυο ώρες. <Στο μεταξύ,
θέλω να σου ζητήσω μια χάρη>, είπε ο σοφός τελειώνοντας κι έδωσε
στο αγόρι ένα μικρό κουτάλι στο οποίο έριξε δυο σταγόνες λάδι.
<Καθώς περπατάς, κράτα αυτό το κουτάλι, προσέχοντας
να μη χυθεί το λάδι>.
<Το αγόρι άρχισε ν'ανεβαίνει και να κατεβαίνει τις σκάλες του
παλατιού, μην
αφήνοντας το κουτάλι απ'τα μάτια του. Δυο ώρες αργότερα,
παρουσιάστηκε στον σοφό.
<Λοιπόν>, ρώτησε ο σοφός, <κοίταξες καθόλου τα περσικά χαλιά που
έχω στην
τραπεζαρία μου? Είδες τον κήπο που ο αρχικηπουρός έκανε δέκα
ολόκληρα χρόνια να τον φτιάξει? Πρόσεξες τις Θαυμάσιες περγαμηνές
της βιβλιοθήκης μου?>
<Το αγόρι ντράπηκε και παραδέχτηκε ότι δεν είχε δει τίποτε απ'όλα
αυτά. Η μόνη του φροντίδα ήταν να μη χυθούν οι σταγόνες του λαδιού
που ο σοφός τού είχε
εμπιστευτεί.
<Πήγαινε πίσω, λοιπόν, για να γνωρίσεις τα Θαύματα του κόσμου
μου>, είπε ο σοφός.
<Δεν μπορείς να εμπιστεύεσαι έναν άνθρωπο, αν δε γνωρίζεις το
σπίτι του>.
<Το αγόρι, πιο ήρεμο τώρα πια, έπιασε το κουτάλι και ξεκίνησε
πάλι για το γύρω του παλατιού, προσέχοντας αυτή τη φορά όλα τα
έργα τέχνης που κρέμονταν απ'το ταβάνι και τους τοίχους. Θαύμασε
τους κήπους, τα τριγύρω βουνά, τα ευαίσθητα λουλούδια, πρόσεξε με
τι γούστο κάθε έργο τέχνης ήταν τοποθετημένο στη σωστή Θέση.
Γυρίζοντας στον σοφό τού διηγήθηκε λεπτομερειακά όσα είχε δει.
<Πού είναι όμως οι σταγόνες λαδιού που σου είχα εμπιστευτεί?>
ρώτησε ο σοφός. Κοιτάζοντας το κουτάλι, το αγόρι κατάλαβε ότι
είχαν χυθεί.
<Να, λοιπόν, η συμβουλή που έχω να σου δώσω>, είπε ο σοφότερος
των σοφών.
<Το μυστικό της ευτυχίας βρίσκεται στο να κοιτάζεις τα Θαύματα του
κόσμου, χωρίς να ξεχάσεις ποτέ τις δυο σταγόνες λαδιού στο
κουτάλι>
Το αγόρι έμεινε σιωπηλό. Είχε καταλάβει την ιστορία του γέρου
βασιλιά. Ενας
βοσκός αγαπά τα ταξίδια, ποτέ όμως δεν ξεχνά τα πρόβατά του. Ο
γέρος κοίταζε το αγόρι και με τις δυο παλάμες έκανε μερικές
παράξενες χειρονομίες πάνω από το κεφάλι του.
Μετά τράβηξε το δρόμο του μαζί με τα πρόβατα. Εκεί, στη μικρή πόλη
της Ταρίφας, υψώνεται ένα παλιό κάστρο, τισμένο από τους
Μαυριτανούς, και όποιος κάθεται στα τείχη του μπορεί να διακρίνει
μια πλατεία, ένα μικροπωλητή ποπ κορν κι ένα κομμάτι της Αφρικής.
Ο Μελχισεδέκ, ο βασιλιάς της Σαλίμ, κάθισε εκείνο το
απόγευμα στο τείχος του κάστρου και αφέΘηκε να νιώσει το λεβάντε
στο πρόσωπο. Δίπλα του τα πρόβατα σπαρταρούσαν από φόβο για το
καινούριο αφεντικό και ήταν
αναστατωμένα με όλες αυτές τις αλλαγές. Το μόνο που ήθελαν ήταν
τροφή και νερό. Ο Μελχισεδέκ παρακολουθούσε το μικρό καράβι που
απομακρυνόταν απ'το λιμάνι. Δε Θα ξανάβλεπε το αγόρι ποτέ πια,
όπως δεν ξαναείδε ποτέ πια τον Αβραάμ, από τότε που εκείνος του
έδωσε, επίσης, το ένα δέκατο του κοπαδιού του. Οι θεοί δεν πρέπει
να έχουν επιθυμίες, γιατί οι Θεοί δεν έχουν Προσωπικό Μύθο. Αλλά ο
βασιλιάς της Σαλίμ ευχήθηκε να πετύχει το αγόρι.
<Κρίμα που Θα ξεχάσει γρήγορα το όνομά μου>, σκέφτηκε.
<Επρεπε να του το είχα επαναλάβει περισσότερο από μια φορά. Ωστε
μιλώντας για μένα, να έλεγε ότι είμαι ο Μελχισεδέκ, ο βασιλιάς της
Σαλίμ>. Κοίταξε τον
ουρανό έχοντας μετανιώσει γι'αυτό που σκέφτηκε;
<Ξέρω τι Θα πει ματαιότης ματαιοτήτων, όπως Εσύ είπες, Κύριε.
Μερικές φορές όμως και ένας γέρος βασιλιάς αισθάνεται την ανάγκη
να υπερηφανεύεται>.
<Τι παράξενη που είναι η Αφρική>, συλλογίστηκε το αγόρι.
Καθόταν σ'ένα είδος καπηλειού, παρόμοιου με άλλα καπηλειά που
είχε συναντήσει στα στενά σοκάκια της πόλης. Μερικοί άνθρωποι
κάπνιζαν από μια τεράστια πίπα, που την περνούσαν από στόμα σε
στόμα. Μέσα σε λίγες ώρες είχε δει άντρες πιασμένους χέρι χέρι,
γυναίκες με καλυμμένο το πρόσωπό τους και ιερείς που ανέβαιναν σε
ψηλούς πύργους κι άρχιζαν την Ψαλμωδία -ενώ όλοι τριγύρω γονάτιζαν
και ακουμπούσαν τα κεφάλια τους στη γη.
<Συνήθειες απίστων>, είπε το αγόρι στον εαυτό του. Οταν ήταν μικρό
παιδί, έβλεπε
πάντα στην εκκλησία του χωριού ένα άγαλμα του αγίου Ιακώβου
Ματαμόουρος, καβάλα
στο άσπρο του άλογο, με γυμνό σπαθί, να ποδοπατά ανθρώπους όπως
αυτοί. Το αγόρι αισθανόταν άσχημα, ένιωθε τρομερά μόνο. Οι άπιστοι
είχαν απειλητικό ύφος. Εξάλλου, με τη βιασύνη του να ταξιδέψει,
είχε ξεχάσει μια λεπτομέρεια, μια
μοναδική λεπτομέρεια, που Θα μπορούσε να τον κρατήσει για πολύ
καιρό μακριά απ'το θησαυρό; σ'εκείνη τη χώρα όλοι μιλούσαν
αραβικά. Ο ιδιοκτήτης του καπηλειού πλησίασε και το αγόρι τού
έδειξε το ποτό που είχαν παραγγείλει σ'ένα διπλανό τραπέζι. Ηταν
πικρό τσάϊ. Το αγόρι Θα προτιμούσε να πιει κρασί. Δεν
ήταν όμως η στιγμή για τέτοιου είδους έγνοιες. Επρεπε να νοιαστεί
μόνο για το Θησαυρό και για το πώς να τον αποκτήσει. Η πώληση των